αντιπαραβολή

αντιπαραβολή
η
σύγκριση, παραλληλισμός: Η αντιπαραβολή δύο τόσο μακρινών εποχών ήταν άτυχη ιδέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπαραβολῇ — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολή — reply by comparison fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαραβολή — η (ΑΜ ἀντιπαραβολή) αντιπαράθεση, σύγκριση …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπαραβολαῖς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολῆς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολήν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραβολῶν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαραβολικός — ή, ό ο αναφερόμενος σε αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαραβολή. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη («αντιπαραβολικά πειράματα»)] …   Dictionary of Greek

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

  • αγιάρι — το έλεγχος και ρύθμιση τής λειτουργίας μηχανήματος με αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. ayar (= βαθμός καθαρότητας πολύτιμου μετάλλου, ακρίβεια βάρους νομίσματος, ακρίβεια ώρας ρολογιού)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”